- Σατυρίζω
Σατυρίζω, einen Satyr spielen, darstellen; verhöhnen; Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Σατυρίζω, einen Satyr spielen, darstellen; verhöhnen; Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σατυρίζω — (I) Α [Σάτυρος] 1. παριστάνω τον Σάτυρο 2. (κατ επέκτ.) γελοιοποιώ, χλευάζω. (II) Ν εσφαλμένη γραφή αντί σατιρίζω … Dictionary of Greek
ενσατυρίζω — ἐνσατυρίζω (Α) [σατυρίζω] φέρομαι με απρέπεια … Dictionary of Greek
σατυρισμός — ὁ, Α [σατυρίζω (Ι)] η σατυρίαση … Dictionary of Greek