Σατυρίδιον

Σατυρίδιον

Σατυρίδιον, τό, dim. von Σάτυρος, Strattis bei Ath. II, 69 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Σατυρίδιον — τὸ, Α [Σάτυρος] (υποκορ. τ.) μικρός Σάτυρος …   Dictionary of Greek

  • Σατυριδίων — Σατυρίδιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατυρίσκος — ὁ, Α [Σάτυρος] 1. (υποκορ. τ.) μικρός Σάτυρος, Σατυρίδιον* 2. το φυτό σατύριο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”