Σατυρίσκος

Σατυρίσκος

Σατυρίσκος, , dim. von Σάτυρος; Theocr. 27, 48; Ath. u. A.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Σατυρίσκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατυρίσκος — ὁ, Α [Σάτυρος] 1. (υποκορ. τ.) μικρός Σάτυρος, Σατυρίδιον* 2. το φυτό σατύριο …   Dictionary of Greek

  • Σατυρίσκε — Σατυρίσκος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σατυρίσκοις — Σατυρίσκος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σατυρίσκον — Σατυρίσκος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σατυρίσκους — Σατυρίσκος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σατυρίσκων — Σατυρίσκος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”