- λῡδίων
λῡδίων, ωνος, ὁ, das lat. ludio, ludius, Sp., wie D. Hai. 2, 71, App. Pun. 66, v. l. auch Λυδός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λῡδίων, ωνος, ὁ, das lat. ludio, ludius, Sp., wie D. Hai. 2, 71, App. Pun. 66, v. l. auch Λυδός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυδίων — ίωνος, ὁ (Α) (στους Ρωμαίους) μίμος, υποκριτής, ορχηστής («ἐν ἁπάσαις [ταῑς πομπαῑς] πρόσηβοι κόροι... στοιχηδὸν πορεύονται καλούμενοι πρὸς αὐτῶν... λυδίωνες», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ludio, ionis και ludius, ii «υποκριτής, μίμος»] … Dictionary of Greek
λυδίων — ludio masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυδίων — Λύδιος of Lydia fem gen pl Λύδιος of Lydia masc/neut gen pl Λύδιος of Lydia masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυδίωνες — λυδίων ludio masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλυάττης — (617 – 560 π.X.).Βασιλιάς της Λυδίας, πατέρας του Κροίσου. Διακρίθηκε σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Κιμμερίων, των Μήδων, των Ιώνων κ.ά. Στην εποχή του το κράτος των Λυδίων έφτασε στο απόγειο της ακμής του, ενώ ο ίδιος… … Dictionary of Greek
Λυδός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν βασιλιάς της Λυδίας. Η περιοχή ονομάστηκε έτσι από αυτόν, ενώ ονομαζόταν μέχρι τότε Μαιονία. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, βασίλευε πριν από τη δυναστεία των Ηρακλειδών, ενώ ο Στράβων αναφέρει ότι ο Λ … Dictionary of Greek