λῡδία

λῡδία

λῡδία λίϑος, ἡ (s. nom. pr. Λύδιος), der lydische Stein, d. i. der in Lydien entdeckte Probirstein für das Gold, sonst βάσανος genannt, Bacchyl. bei Stob. fl. 98, 25; Theophr.; vgl. Theocr. 12, 36.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Λυδία — Λυδίᾱ , Λύδιος of Lydia fem nom/voc/acc dual Λυδίᾱ , Λύδιος of Lydia fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Λῡδίᾱ , Λυδία a history of Lydia fem nom/voc/acc dual Λῡδίᾱ , Λυδία a history of Lydia fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Λυδίᾱ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυδίᾳ — Λυδίᾱͅ , Λύδιος of Lydia fem dat sg (attic doric aeolic) Λῡδίαι , Λυδία a history of Lydia fem nom/voc pl Λῡδίᾱͅ , Λυδία a history of Lydia fem dat sg (attic doric aeolic) Λυδίᾱͅ , Λυδίης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυδία λίθος — Μαύρη και λεία πέτρα πυριτικής σύστασης. Χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα για τον έλεγχο της περιεκτικότητας σε χρυσό των κοσμημάτων ή άλλων αντικειμένων. Αποτελεί μια ποικιλία ίασπι, που βρισκόταν σε αφθονία στην αρχαία Λυδία, απ’ όπου προήλθε …   Dictionary of Greek

  • Λυδία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή της Μικράς Ασίας, στα δυτικά της παράλια και προς το Αιγαίο. Οριζόταν στα Β από τη Μυσία, στα Α από τη Φρυγία, στα Ν από την Καρία και στα Δ από την Ιωνία. Το ανατολικό μέρος της Λ. διέρρεε ο Έρμος ποταμός. Κατά την… …   Dictionary of Greek

  • Λύδια — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 9 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιτάνου …   Dictionary of Greek

  • Λύδια — Λύδιος of Lydia neut nom/voc/acc pl Λύδιος of Lydia neut nom/voc/acc pl Λυδίης masc voc sg Λυδίης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυδίας — Λυδίᾱς , Λύδιος of Lydia fem acc pl Λυδίᾱς , Λύδιος of Lydia fem gen sg (attic doric aeolic) Λῡδίᾱς , Λυδία a history of Lydia fem acc pl Λῡδίᾱς , Λυδία a history of Lydia fem gen sg (attic doric aeolic) Λυδίᾱς , Λυδίης masc acc pl Λυδίᾱς …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυδίαι — Λυδίᾱͅ , Λύδιος of Lydia fem dat sg (attic doric aeolic) Λῡδίαι , Λυδία a history of Lydia fem nom/voc pl Λῡδίᾱͅ , Λυδία a history of Lydia fem dat sg (attic doric aeolic) Λυδίᾱͅ , Λυδίης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λύδι' — Λύδια , Λύδιος of Lydia neut nom/voc/acc pl Λύδια , Λύδιος of Lydia neut nom/voc/acc pl Λύδιε , Λύδιος of Lydia masc voc sg Λύδιε , Λύδιος of Lydia masc/fem voc sg Λύδιαι , Λύδιος of Lydia fem nom/voc pl Λύδια , Λυδίης masc voc sg Λύδια , Λυδίης… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυδίαν — Λυδίᾱν , Λύδιος of Lydia fem acc sg (attic doric aeolic) Λῡδίᾱν , Λυδία a history of Lydia fem acc sg (attic doric aeolic) Λυδίᾱν , Λυδίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύδιος — α, ο (AM λύδιος, ία, ον, Α θηλ. και ος) [Λυδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυδία, αρχαία χώρα τής Μικράς Ασίας, ή προέρχεται από τη Λυδία, λυδικός 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Λύδιος, η Λυδία ο Λυδός, η Λυδή, αυτός ή αυτή που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”