- θῡμιατεύω
θῡμιατεύω, beräuchern, Schol. Aeschin. p. 724, 12 Reisk.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θῡμιατεύω, beräuchern, Schol. Aeschin. p. 724, 12 Reisk.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυμιατεύω — (Α) θυμιατίζω («θυμιατεύω τὴν ἐκκλησίαν», Σχόλ. Αισχίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμια τός (< θυμιάω, ώ) + κατάλ. εύω, πρβλ. κλητ εύω, φιλητ εύω] … Dictionary of Greek
θυμιατεύσας — θυμιατεύσᾱς , θυμιατεύω fumigate aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)