- λῡμεωνεύομαι
λῡμεωνεύομαι, = λυμαίνομαι, Pol. 5, 5, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λῡμεωνεύομαι, = λυμαίνομαι, Pol. 5, 5, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυμεωνεύομαι — (Α) [λυμεών] έχω τη διάθεση να ενεργήσω ως λυμεώνας, καταστρεπτικά («οὗτοι μὲν οὖν λυμεωνευόμενοι ταῡτα καὶ τὰ τοιαῡτα συνεβούλευον», Πολ.) … Dictionary of Greek
λυμεωνευόμενοι — λυμεωνεύομαι play pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)