- θῡμιατίζω
θῡμιατίζω, = ϑυμιάω, Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θῡμιατίζω, = ϑυμιάω, Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυμιατίζω — θυμιατίζω, θυμιάτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θυμιατίζω — και θυμιάζω (Μ θυμιατίζω) καίω θυμίαμα, λιβανίζω νεοελλ. μτφ. εγκωμιάζω, κολακεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμια τός (< θυμιάω, ώ) + κατάλ. ίζω), πρβλ. ακουστ ίζω, μισητ ίζω] … Dictionary of Greek
θυμιατίζω — θυμιάτισα, θυμιατίστηκα, θυμιατισμένος 1. καίω θυμίαμα ή κουνώ το θυμιατήρι: Πέρασε ο παπάς και μας θυμιάτισε. 2. κολακεύω, εγκωμιάζω: Ο κυβερνητικός τύπος καθημερινά θυμιατίζει τον πρωθυπουργό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναθυμιατίζω — θυμιατίζω εκ νέου ή συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θυμιατίζω. ΠΑΡ. αναθυμιάτισμα] … Dictionary of Greek
θυμιατίζειν — θυμιατίζω good for burning as incense pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμιατίζεσθαι — θυμιατίζω good for burning as incense pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθυμιάτισαν — θυμιατίζω good for burning as incense aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθυμιάτισε — θυμιατίζω good for burning as incense aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθυμιάτισεν — θυμιατίζω good for burning as incense aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθυμιάτιστος — η, ο [θυμιατίζω] ο αθυμίαστος … Dictionary of Greek
αποκαπνίζω — (Α ἀποκαπνίζω) καπνίζω, θυμιατίζω, άρρωστο με καπνό από φάρμακα, άνθη του Επιταφίου κ.λπ. για να τον γιατρέψω νεοελλ. 1. καπνίζω το τσιγάρο μέχρι τέλους 2. καπνίζω με την ησυχία μου … Dictionary of Greek