- λῡσ-ίδρως
λῡσ-ίδρως, ωτος, ὁ, Schweiß lösend, B. A. 1197.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λῡσ-ίδρως, ωτος, ὁ, Schweiß lösend, B. A. 1197.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλίδρως — ων, Α αυτός που αγαπά τον μόχθο τής εργασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἱδρώς «ιδρώτας, μόχθος» (πρβλ. λυσ ίδρως)] … Dictionary of Greek