- λῡσί-κομος
λῡσί-κομος, = λυσίϑριξ, Sp. Bei Opp. Cyn. 3, 128 v. l. für λυσίτοκος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λῡσί-κομος, = λυσίϑριξ, Sp. Bei Opp. Cyn. 3, 128 v. l. für λυσίτοκος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυσίκομος — η, ο (AM λυσίκομος, ον) αυτός που έχει τα μαλλιά του λυτά, ξέπλεκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + κομος (< κόμη), πρβλ. βαθύ κομος, χρυσό κομος] … Dictionary of Greek