λῡσί-μαχος

λῡσί-μαχος

λῡσί-μαχος, Kampf, Streit auflösend, schlichtend, zum Wortspiel mit dem bekannten Eigennamen benutzt, Lucill. 114 Rutin. 9 (XI, 210. V, 71); Ar. Lys. 554 bildet deshalb auch das fem. λυσιμάχη.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λυσίμαχος — I (Πέλλα 361 – Κύρου πεδίον, Φρυγία Μικράς Ασίας 281 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός, ηγεμόνας (323 305 π.Χ.) και κατόπιν βασιλιάς της Θράκης (305 281) και της Μακεδονίας (286 281). Ακολούθησε τον Μέγα Αλέξανδρο στην Ασία ως σωματοφύλακάς του, όπου… …   Dictionary of Greek

  • φυγόμαχος — η, ο / φυγόμαχος, ον, ΝΜΑ αυτός που αποφεύγει τη μάχη λόγω δειλίας νεοελλ. μτφ. αυτός που υποχωρεί μπροστά στις δυσκολίες, που δεν καταβάλλει έντονες προσπάθειες για την επίτευξη ενός στόχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον… …   Dictionary of Greek

  • παυσίμαχος — Ιστορικός και γεωγράφος από τη Σάμο. Έζησε σε άγνωστη εποχή. Έγραψε τις Κτίσεις, ιστορία και περιγραφή της Γης. * * * ον, Α επιγρ. αυτός που καταπαύει τη μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι) τού παύω (πρβλ. παῦσις) + μαχος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”