οἰνηρός

οἰνηρός

οἰνηρός, voll. Wein, Wein enthaltend; φιάλαι, Pind. N. 10, 43; πίϑοι, Aesch. frg. 328; κεράμιον, Her. 3, 6; Cratin. bei Ath. XI, 494; μέτρα, Weinmaße, Arist. eth. 5, 7; Ael. H. A. 7, 28.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οινηρός — οἰνηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οίνο («οἰνηρὸς θεράπων» ο υπηρέτης τού οίνου, ο κεραστής οίνου, Ανακρ.) 2. οινώδης («οἰνηρὰ ὑγρότης», Αριστοτ.) 3. (για επίδεσμο) εμβαπτισμένος σε οίνο, μουσκεμένος με κρασί 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • οἰνηρός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνηρά — οἰνηρός of neut nom/voc/acc pl οἰνηρά̱ , οἰνηρός of fem nom/voc/acc dual οἰνηρά̱ , οἰνηρός of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνηρῶν — οἰνηρός of fem gen pl οἰνηρός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνηρόν — οἰνηρός of masc acc sg οἰνηρός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνηραῖς — οἰνηρός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνηροῖς — οἰνηρός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνηροῖσι — οἰνηρός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνηροῖσιν — οἰνηρός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνηροί — οἰνηρός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνηροῦ — οἰνηρός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”