- οἰνο-πώλης
οἰνο-πώλης, ὁ, Weinhändler, Diphil. bei Ath. XI, 499 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰνο-πώλης, ὁ, Weinhändler, Diphil. bei Ath. XI, 499 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζυθοπώλης — ο (Α ζυθοπώλης) 1. πωλητής ζύθου 2. ιδιοκτήτης ζυθοπωλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + πωλης (< πωλώ), πρβλ. κρεο πώλης, οινο πώλης] … Dictionary of Greek
κρεοπώλης — ο, θηλ. κρεοπώλις (AM κρεοπώλης, θηλ. κρεόπωλις) αυτός που πουλά κρέας, χασάπης αρχ. (το θηλ. και ως επίθ.) κρεοπωλική («κρεόπωλις ἀγορά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. κεραμο πώλης, οινο πώλης] … Dictionary of Greek
πυροπωλώ — έω, Α πουλώ σιτηρά, είμαι πυροπώλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + πωλῶ (< πώλης < πωλῶ), πρβλ. οινο πωλώ] … Dictionary of Greek