- οἰνοσσόος
οἰνοσσόος, Wein erhaltend, Nonn. Io. 19, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰνοσσόος, Wein erhaltend, Nonn. Io. 19, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οινοσσόος — οἰνοσσόος, ον (Α) αυτός που συντηρεί το κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + (σ)σόος / < σῶος / σόος), πρβλ. λαο σσόος] … Dictionary of Greek
οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση … Dictionary of Greek