λαλο-βαρυ-παρα-μελο-ρυθμο-βάτης — λαλο βαρυ παρα μελο ρυθμο βάτης, δωρ. ας, ὁ (Α) (κωμ. λ.) αυτός που μιλά φλύαρα και παράφωνα, χωρίς ρυθμό και μέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. «Επ ευκαιρία σύνθετο» τής κωμικής γλώσσας πλασμένο από την παράταξη τών λ. λάλος + βαρύς + παρά + μέλος + ρυθμός + βάτης … Dictionary of Greek
καταιβάτης — καταιβάτης, ὁ θηλ. καταιβάτις (Α) 1. (ως επίθ. τού Διός) αυτός που κατεβαίνει με βροντές και αστραπές 2. (ως επίθ. τού Ερμή) αυτός που οδηγεί τις ψυχές στον Άδη 3. (επίθ. τού Αχέροντα) αυτός που κατεβαίνει κάτω από τη γη με καταβόθρα 5. (για πρόσ … Dictionary of Greek
ληνοβάτης — ληνοβάτης, ὁ (ΑM) αυτός που πατά τα σταφύλια στο πατητήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληνός «πατητήρι» + βάτης (< βαίνω), πρβλ. δια βάτης, παρα βάτης] … Dictionary of Greek
λοξοβάτης — λοξοβάτης, ὁ (Α) λοξοβάμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + βάτης (< βαίνω) (πρβλ. επι βάτης, παρα βάτης)] … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… … Dictionary of Greek
οπισθοβάτης — ο (Α ὀπισθοβάτης) νεοελλ. αυτός που βαδίζει προς τα πίσω αρχ. 1. (με αισχρή σημ.) ο παρά φύσιν επιβήτορας, αυτός που επιβαίνει από πίσω 2. φρ. «ὀπισθοβάτης πούς» το παράλυτο πόδι που σέρνεται κατά το βάδισμα πίσω από το άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ακροβάτης — I Ο όρος κατά λέξη σημαίνει αυτόν που περπατάει στις άκρες των ποδιών και χρησιμοποιείται από πολλές ξένες γλώσσες για να υποδηλώσει κάθε είδους θαυματοποιούς, σχοινοβάτες, σαλτιμπάγκους, άλτες, ισορροπιστές, δεξιοτέχνες ποδηλάτες κ.ά. Η… … Dictionary of Greek
καταιβασία — και ποιητ. τ. καταιβασίη ἡ (Α) [καταιβάτης] 1. κατάβαση* 2. στον πληθ. αἱ καταιβασίσαι οι κεραυνοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < καται (ποιητ. τ. τού κατά) + βασία (< βάτης < βαίνω), πρβλ. παρα βασία υπερ βασία] … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
κραιπνοβάτις — κραιπνοβάτις, ἡ (Μ) αυτή που πορεύεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραιπνός «ταχύς, ορμητικός» + βάτις, θηλ. τού βάτης (< βαίνω), πρβλ. επι βάτις, παρα βάτις] … Dictionary of Greek