- παρα-βάτις
παρα-βάτις, ιδος, ἡ, fem. zu παραβάτης, die nebenhergeht, in poet. Form παραιβάτις, Theocr. 3, 32; Kämpferinn, Ap. Rh. 1, 754.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-βάτις, ιδος, ἡ, fem. zu παραβάτης, die nebenhergeht, in poet. Form παραιβάτις, Theocr. 3, 32; Kämpferinn, Ap. Rh. 1, 754.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραιπνοβάτις — κραιπνοβάτις, ἡ (Μ) αυτή που πορεύεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραιπνός «ταχύς, ορμητικός» + βάτις, θηλ. τού βάτης (< βαίνω), πρβλ. επι βάτις, παρα βάτις] … Dictionary of Greek