- οἰκητήρ
οἰκητήρ, ῆρος, ὁ, Bewohner; τόπων, Soph. O. C. 633; sp. D., wie Opp. Hal. 1, 325.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκητήρ, ῆρος, ὁ, Bewohner; τόπων, Soph. O. C. 633; sp. D., wie Opp. Hal. 1, 325.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οικητήρ — οἰκητήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. οἰκήτειρα (Α) κάτοικος («οἰκητῆρα τόπων τῶν ἐνθάδε», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. κοσμη τήρ, κινη τήρ)] … Dictionary of Greek
οἰκητῆρ' — οἰκητῆρα , οἰκητήρ masc acc sg οἰκητῆρι , οἰκητήρ masc dat sg οἰκητῆρε , οἰκητήρ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκητῆρα — οἰκητήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκητῆρας — οἰκητήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκητῆρος — οἰκητήρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικητήριο — το (AM κατοικητήριον) ο τόπος στον οποίο κατοικεί κάποιος, ο τόπος διαμονής, η κατοικία (ἐν παντὶ κατοικητηρίῳ ὑμῶν ἔδεσθε ἄζυμα», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οικητήριον (< οἰκητήριον < οἰκητήρ), πρβλ. εν οικητήριον] … Dictionary of Greek
κατοικητήριος — κατοικητήριος, ία, ον (Α) κατοικίδιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἰκητήριος (< οἰκητήρ < οἰκῶ)] … Dictionary of Greek
οικητήριος — οἰκητήριος, ία, ον (Α) [οικητήρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπίτι, οικιακός, σπιτικός («σκευάρια οἰκητήρια», Αλκ.) … Dictionary of Greek