οἰκητήριος

οἰκητήριος

οἰκητήριος, den Bewohner, das Haus betreffend; σκευάρια, Poll. 10, 11 aus Alc. com. S. οἰκητόρια.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οικητήριος — οἰκητήριος, ία, ον (Α) [οικητήρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπίτι, οικιακός, σπιτικός («σκευάρια οἰκητήρια», Αλκ.) …   Dictionary of Greek

  • οἰκητήριος — domestic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκητηρίων — οἰκητήριον dwelling place neut gen pl οἰκητήριος domestic fem gen pl οἰκητήριος domestic masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκητήριον — dwelling place neut nom/voc/acc sg οἰκητήριος domestic masc acc sg οἰκητήριος domestic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

  • κατοικητήριος — κατοικητήριος, ία, ον (Α) κατοικίδιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἰκητήριος (< οἰκητήρ < οἰκῶ)] …   Dictionary of Greek

  • οικητήριο — το (ΑΜ οἰκητήριον) αυτό στο οποίο κατοικεί κανείς, οίκημα, κατοικία μσν. μτφ. σε ποιητική χρήση σχετικά με τη Θεοτόκο ως μητέρα τού Θεού («οἰκητήριον ὤφθης τοῡ θεοῡ», Μηναί.) αρχ. αστρολ. οίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ.… …   Dictionary of Greek

  • οἰκητηρίοις — οἰκητήριον dwelling place neut dat pl οἰκητήριος domestic masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκητηρίου — οἰκητήριον dwelling place neut gen sg οἰκητήριος domestic masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκητηρίῳ — οἰκητήριον dwelling place neut dat sg οἰκητήριος domestic masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκητήρια — οἰκητήριον dwelling place neut nom/voc/acc pl οἰκητήριος domestic neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”