- οἰκητικός
οἰκητικός, der eine Wohnung zu haben pflegt, im Ggstz von ἄοικος, Arist. H. A. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκητικός, der eine Wohnung zu haben pflegt, im Ggstz von ἄοικος, Arist. H. A. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οικητικός — οἰκητικός, ή, όν (Α) [οικητής] 1. (σχετικά με ζώα) αυτός που είναι συνηθισμένος σε μόνιμη διαμονή, σε σταθερή κατοικία, κατοικίδιος («[τῶν ζῴων] τὰ μὲν οἰκητικά, τὰ δὲ ἄοικα», Αριστοτ.) 2. αυτός που χρησιμεύει ως τόπος διαμονής ή αυτός που είναι… … Dictionary of Greek
οἰκητικά — οἰκητικός accustomed to a fixed dwelling neut nom/voc/acc pl οἰκητικά̱ , οἰκητικός accustomed to a fixed dwelling fem nom/voc/acc dual οἰκητικά̱ , οἰκητικός accustomed to a fixed dwelling fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκητικόν — οἰκητικός accustomed to a fixed dwelling masc acc sg οἰκητικός accustomed to a fixed dwelling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκητικοῖς — οἰκητικός accustomed to a fixed dwelling masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκητική — οἰκητικός accustomed to a fixed dwelling fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)