- οἰωνό-θροος
οἰωνό-θροος, γόος, von Vögeln ertönende, erhobene Klage, Aesch. Ag. 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰωνό-θροος, γόος, von Vögeln ertönende, erhobene Klage, Aesch. Ag. 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκόθροος — ον, και συνηρ. τ. χαλκόθρους, ουν, ΜΑ χαλκόηχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + θροος / θρους (< θρόος / θροῦς «θόρυβος»), πρβλ. κακό θροος / θρους, οἰωνό θροος] … Dictionary of Greek
μελίθροος — μελίθροος, ον και μελίθρους, ουν (Α) αυτός που μιλάει γλυκά, ο γλυκύφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + θρόος (< θρέομαι «κράζω, ξεφωνίζω»), πρβλ. ηδύ θροος, οιωνό θροος] … Dictionary of Greek
μεγαλόθρους — μεγαλόθρους, ουν (Α) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + θρόος (αττ. τ. θροῦς < θρέομαι), πρβλ. αλλό θρους, οιωνό θρους] … Dictionary of Greek