- οἰωνιστικός
οἰωνιστικός, das Beobachten des Vogelflugs und das Prophezeien aus demselben betreffend, Arist. H. A. 1, 11; ἡ οἰωνιστική, die Vogelschaukunft, Plat. Phaedr. 244 d, Plut. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰωνιστικός, das Beobachten des Vogelflugs und das Prophezeien aus demselben betreffend, Arist. H. A. 1, 11; ἡ οἰωνιστική, die Vogelschaukunft, Plat. Phaedr. 244 d, Plut. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οιωνιστικός — οἰωνιστικός, ή, όν (Α) [οιωνίζομαι] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον οιωνό («ὁ πταρμὸς σημεῑον οἰωνιστικόν», Αριστοτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰωνιστική η τέχνη τού οιωνοσκόπου, η οιωνοσκοπία … Dictionary of Greek
οἰωνιστικά — οἰωνιστικός of neut nom/voc/acc pl οἰωνιστικά̱ , οἰωνιστικός of fem nom/voc/acc dual οἰωνιστικά̱ , οἰωνιστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνιστικῶν — οἰωνιστικός of fem gen pl οἰωνιστικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνιστικόν — οἰωνιστικός of masc acc sg οἰωνιστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνιστικαί — οἰωνιστικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνιστικοῦ — οἰωνιστικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνιστικῆς — οἰωνιστικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνιστική — οἰωνιστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνιστικήν — οἰωνιστικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνιστικάς — οἰωνιστικά̱ς , οἰωνιστικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠωνιστικήν — οἰωνιστικήν , οἰωνιστικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)