- οἰωνό-μαντις
οἰωνό-μαντις, ὁ, der aus dem Fluge od. den Stimmen der Vögel weissagt, Eur. Phoen. 786.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰωνό-μαντις, ὁ, der aus dem Fluge od. den Stimmen der Vögel weissagt, Eur. Phoen. 786.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλυτόμαντις — κλυτόμαντις, εως, ὁ (Α) ονομαστός ως μάντις, περιώνυμος για τη μαντική του ικανότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + μάντις (πρβλ. οιωνό μαντις, σεμνό μαντις)] … Dictionary of Greek
λιβανομάντης — ο, θηλ. λιβανόμαντις και λιβανομάντισσα (Μ λιβανόμαντις, ὁ, ἡ) αυτός που ασκεί μαντεία από τη διεύθυνση ή το σχήμα τού καπνού τού καιγόμενου λιβανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος + μάντις (πρβλ. αριστό μαντις, οιωνό μαντις)] … Dictionary of Greek
μαντιπόλος — μαντιπόλος, ον (Α) 1. θεόπνευστος, εμπνευσμένος, ένθους 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μαντιπόλοι οι μάντεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάντις (βλ. λ. μάντης) + πόλος κατά το οἰωνο πόλος] … Dictionary of Greek