- οἰωνό-μικτος
οἰωνό-μικτος, mit Vogelgestalt gemischt, Lycophr. 595.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰωνό-μικτος, mit Vogelgestalt gemischt, Lycophr. 595.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιρινόμικτος — ἰρινόμικτος, ον (Α) αναμεμιγμένος με λάδι τού φυτού ίρις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴρινος + μικτος (< μικτός < μείγνυμι), πρβλ. θηρό μικτος, οιωνό μικτος] … Dictionary of Greek
ορνεόμικτος — ὀρνεόμικτος, ον (Μ) ορνεομιγής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + μικτός (< μ(ε)ίγνυμι), πρβλ., οιωνό μικτος] … Dictionary of Greek