- λᾱ-τόμος
λᾱ-τόμος, Steine hauend od. brechend, behauend, bes. ὁ λ., der Steinhauer, Steinmetz, VLL. Poll. 7, 118.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λᾱ-τόμος, Steine hauend od. brechend, behauend, bes. ὁ λ., der Steinhauer, Steinmetz, VLL. Poll. 7, 118.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τομός — cutting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τόμος — slice masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόμος — slice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
τόμος — ο, ΝΜΑ βιβλίο που αποτελεί μέρος μεγαλύτερου συγγράμματος (α. «κυκλοφόρησε ο 56ος τόμος τής Εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα» β. «λεξικὸν εἰς τόμους ἐννέα», Διογ. Λαέρ.) νεοελλ. 1. σύνολο τευχών περιοδικού, νόμων, ή άλλων εντύπων που… … Dictionary of Greek
τομός — ή, όν, Α 1. αυτός που τέμνει, κοφτερός («ὁ μὲν σφαγεὺς ἔστηκεν ᾗ τομώτατος», Σοφ.) 2. (γενικά) οξύς. επίρρ... τομῶς Α 1. με οξύτητα 2. ταχέως, γρήγορα 3. σαφώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόμος με καταβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
τόμος — ο 1. βιβλίο που αποτελεί μέρος μεγαλύτερου συγγράμματος: Λεξικό σε δύο τόμους. 2. σύνολο τευχών που απαρτίζουν αυτοτελές βιβλίο. 3. «συνοδικός τόμος», έγγραφο πατριαρχικό ή αρχηγού αυτοκέφαλης Εκκλησίας, που λύνει σοβαρά εκκλησιαστικά προβλήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κερατο(ειδο)τόμος — ο ιατρ. πολύ λεπτό χειρουργικό μαχαιρίδιο που χρησιμοποιείται για την εκτέλεση τομής στον κερατοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratotome < kerato (πρβλ. κέρας, τος) + tome (πρβλ. τόμος < τόμος < τέμνω)] … Dictionary of Greek
τομώτερον — τομός cutting adverbial comp τομός cutting masc acc comp sg τομός cutting neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομόν — τομός cutting masc acc sg τομός cutting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομώτατα — τομός cutting adverbial superl τομός cutting neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)