λᾱ-τόμιον

λᾱ-τόμιον

λᾱ-τόμιον, τό, Steinbruch, Strab. 5, 3, 10 u. oft; Inscr. 2032. S. auch λατομεῖον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τόμιον — victim cut up neut nom/voc/acc sg τομάω need cutting imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) τομάω need cutting imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόμιον — τὸ, Α [τομή / τόμος] 1. σφάγιο που έχει τεμαχιστεί σε θυσία και πάνω στο οποίο δίνονταν όρκοι («ἵππον λαβοῡσαι τόμιον ἐντεμοίμεθα», Αριστοφ.) 2. ακατέργαστο κομμάτι ξύλου, κούτσουρο 3. στον πληθ. τὰ τόμια τα μέρη τού σφαγίου που χρησιμοποιούνται… …   Dictionary of Greek

  • τομίον — τομάω need cutting pres part act masc voc sg (epic doric ionic) τομάω need cutting pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τομίοις — τόμιον victim cut up neut dat pl τομάω need cutting pres opt act 2nd sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τομίου — τόμιον victim cut up neut gen sg τομίας one who has been castrated masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τομίων — τόμιον victim cut up neut gen pl τομάω need cutting pres part act masc nom sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόμια — τόμιον victim cut up neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόμι' — τόμια , τόμιον victim cut up neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”