- λᾱ-τυπικός
λᾱ-τυπικός, ή, όν, zum Steinmetzen gehörig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λᾱ-τυπικός, ή, όν, zum Steinmetzen gehörig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυπικός — impressionable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπικός — ή, ό / τυπικός, ή, όν, ΝΜΑ [τύπος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύπο 2. αυτός που συγκεντρώνει ή συνδυάζει τα κύρια χαρακτηριστικά μιας ομάδας χαρακτηριστικών (α. «ο κυπρίνος είναι τυπικό γένος τής οικογένειας κυπρινίδες» β. «οἱ… … Dictionary of Greek
τυπικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τύπους, που γίνεται σύμφωνα με αυτούς: Τυπική επίσκεψη. 2. που αναφέρεται στον τύπο, δηλ. στην εξωτερική μορφή και όχι στην ουσία: Τυπικές διαπραγματεύσεις. 3. που επιβάλλεται από συνήθεια ή από… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυπικά — τυπικός impressionable neut nom/voc/acc pl τυπικά̱ , τυπικός impressionable fem nom/voc/acc dual τυπικά̱ , τυπικός impressionable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπικώτερον — τυπικός impressionable adverbial comp τυπικός impressionable masc acc comp sg τυπικός impressionable neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπικῶν — τυπικός impressionable fem gen pl τυπικός impressionable masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπικόν — τυπικός impressionable masc acc sg τυπικός impressionable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπικώτατα — τυπικός impressionable adverbial superl τυπικός impressionable neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερατείο — Τυπικός θεσμός των ανώτερων θρησκειών. Αναφέρεται στο σύνολο των ιερέων μιας θρησκείας και σκοπός του είναι η τέλεση και διαφύλαξη της λατρείας. Ο θεσμός αυτός προβλέπει τουλάχιστον πρακτική –αν όχι θεωρητική– διάκριση μεταξύ της σφαίρας του… … Dictionary of Greek
φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… … Dictionary of Greek
τυπικαῖς — τυπικός impressionable fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)