- λᾱσῶ
λᾱσῶ, dor. fut. zu λανϑάνω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λᾱσῶ, dor. fut. zu λανϑάνω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λασῶ — λάζω fut ind act 1st sg (doric) λᾱσῶ , λανθάνω escape notice fut ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάσω — Λάσος masc nom/voc/acc dual Λάσος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάσω — λάζομαι seize aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) λάζω aor subj act 1st sg λάζω fut ind act 1st sg λάζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) λά̱σω , λανθάνω escape notice fut ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάσῳ — Λάσος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιλάσω — ἐξῑ̱λάσω , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 2nd sg ἐξῑλάσω , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱλάσω — ἱ̱λάσω , ἱλάσκομαι appease aor ind mid 2nd sg ἱ̱λάσω , ἱλάσκομαι appease aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)