- οἰστρο-μανία
οἰστρο-μανία, ἡ, Wuth, rasende Leidenschaft, τῆς ἀσελγείης, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰστρο-μανία, ἡ, Wuth, rasende Leidenschaft, τῆς ἀσελγείης, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
οιστρηλατώ — (ΑΜ οἰστρηλατῶ, έω) [οιστρήλατος] παθ. οιστρηλατούμαι, έομαι κυριεύομαι από οίστρο, κατέχομαι απο παράφορο πάθος, νιώθω έξαψη, εξαγριώνομαι νεοελλ. κάνω κάποιον να νιώσει έντονο ενθουσιασμό, εμπνέω αρχ. (για τον οίστρο) καθιστώ κάποιον παράφρονα … Dictionary of Greek
οιστρώ — οἰστρῶ, άω και έω (ΑΜ, Α εσφ. γρφ. οἰστρῶ, όω) [οίστρος] (για τον οίστρο) ταράζω τα ζώα με το τσίμπημα ή, απλώς, με τον βόμβο που κάνω, προκαλώ οίστρωση αρχ. 1. επιφέρω μανία σε κάποιον, ερεθίζω («τοιγάρ νιν αὐτάς ἐκ δόμων ᾤστρησ ἐγὼ μανίαις»,… … Dictionary of Greek
φίλοιστρος — ον, Α 1. αυτός που θέλει να διακατέχεται από οίστρο, από μανία 2. (κυρίως) αυτός που θέλει να καταλαμβάνεται από την παράφορη έκσταση η οποία κυριεύει τους οπαδούς τού Βάκχου και τής Κυβέλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οἶστρος «μανία, τρέλα,… … Dictionary of Greek
άνοιστρος — ἄνοιστρος, ον (Α) ο χωρίς οίστρο, χωρίς βακχική μανία … Dictionary of Greek
ανοιστρώ — ἀνοιστρῶ ( έω) (Α) [οιστρώ] εξεγείρω κάποιον σε σημείο να καταληφθεί από οίστρο, από βακχική μανία … Dictionary of Greek
οιστρηδόν — οἰστρηδόν (Α) με οίστρο, με μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν* (πρβλ. κνκλ ηδόν)] … Dictionary of Greek
οιστροδίνητος — οἰστροδίνητος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. αυτός που στριφογυρίζει με μανία εξαιτίας τσιμπήματος από οίστρο 2. αυτός που έχει κυριευθεί από σφοδρό πάθος («πῶς δι οὐ κλύω τῆς οἰστροδινήτου κόρης», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + δίνητος (< δινῶ… … Dictionary of Greek
πάμπληξ — πάμπληξ, ηγος, ὁ (Μ) (για τον αιρεσιάρχη Νεστόριο) αυτός που έχει καταληφθεί εντελώς από μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πλήξ, ῆγος (< πλήττω*), πρβλ. οιστρο πλήξ] … Dictionary of Greek