οἰστρο-δόνητος

οἰστρο-δόνητος

οἰστρο-δόνητος, = Vorigem; Ἰώ, Aesch. Suppl. 568; in einer parodirenden Stelle Ar. Thesm. 324, προλιπὼν μυχὸν ἰχϑυόεντ' οἰστροδόνητον Νηρέος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυδόνητος — ον, Μ αυτός που δονίζεται, που κλονίζεται πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δόνητος (< δονῶ), πρβλ. οιστρο δόνητος] …   Dictionary of Greek

  • υφαντοδόνητος — και ποιητ. τ. ύφαντοδόνατος, ον, Α αυτός που κατασκευάστηκε με δόνηση τής κερκίδας, ο υφαντός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφαντός + δόνητος (< δονῶ), πρβλ. οἱστρο δόνητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”