- οὐρανό-πολις
οὐρανό-πολις, ἡ, Himmelsstadt, himmlische, göttliche Stadt, Ath. I, 20 c, von Rom.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οὐρανό-πολις, ἡ, Himmelsstadt, himmlische, göttliche Stadt, Ath. I, 20 c, von Rom.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ουρανόπολις — οὐρανόπολις, ἡ (ΑΜ) (ως προσωνυμία τής Ρώμης, τής Ιερουσαλήμ και τής Κωνσταντινούπολης) θεϊκή πόλη, εξαίσια πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + πόλις] … Dictionary of Greek
άνω — (I) ἄνω (Α) 1. διανύω, τελειώνω 2. παθ. (κυρίως για χρονική περίοδο) φθάνω στο τέρμα, προχωρώ προς το τέλος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνFω. Παράλληλος τ. του ανύω, που απαντά στον Όμηρο, στον Ηρόδοτο και στους ποιητές]. (II) (Α ἄνω) επίρρ. 1. επάνω 2.… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek