- οὐρανό-πλαγκτος
οὐρανό-πλαγκτος, den Himmel durchirrend; βίος, Maneth. 4, 623; Orph. H. 20, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οὐρανό-πλαγκτος, den Himmel durchirrend; βίος, Maneth. 4, 623; Orph. H. 20, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ουρανόπλαγκτος — οὐρανόπλαγκτος, ον (Α) αυτός που περιπλανάται στον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + πλαγκτός (< πλάζω / πλάζομαι «περιπλανώμαι»), πρβλ. θαλασσό πλαγκτος] … Dictionary of Greek
νοόπλαγκτος — νοόπλαγκτος, ον (Α) νοοπλανής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + πλαγκτός (< πλάζω «περιπλανιέμαι»), πρβλ. θαλασσό πλαγκτος, ουρανό πλαγκτος] … Dictionary of Greek