οὐραν-όροφος

οὐραν-όροφος

οὐραν-όροφος, mit einem Zeltdach überwölbt, σκηνή, Ath. II, 48 f.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαλκόροφος — ον, Α αυτός που έχει χάλκινη οροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + όροφος (< ὄροφος / ὀροφή), πρβλ. οὐραν όροφος, χρυσ όροφος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόροφος — και χρυσώροφος, ον, Α αυτός που έχει χρυσή οροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ὄροφος (πρβλ. οὐραν όροφος). Η δ. γρφ. χρυσώροφος με ω οφείλεται σε μετρικούς λόγους (πρβλ. πετρ ώροφος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”