λίμνιος

λίμνιος

λίμνιος, v. l. für λιμναῖος, Ath. VIII, 355 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λίμνιος — α, ο (Α λίμνιος, ία, ον) [λίμνη] λιμναίος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λίμνιος γένος σκαθαριών …   Dictionary of Greek

  • λίμνη — Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”