λίνδος

λίνδος

λίνδος, , eine wohlriechende Pflanze, nach Eust. 1524, 12; Hnesimach. Ath. IX, 403 (V. 63).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Λίνδος — from Lindos fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίνδος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίνδος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 15 μ., 810 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται στην ανατολική ακτή του νησιού, 56 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Αποτελεί έδρα του δήμου Λινδίων του νομού Δωδεκανήσου. Ιστορία. Ο σημερινός οικισμός βρίσκεται στη θέση της ομώνυμης… …   Dictionary of Greek

  • Λίνδος — Sp Lindas Ap Λίνδος/Lindos L Rodo s. kyš. ir g tė P. Sporadų ss., Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • ЛИНД —    • Λίνδος, см. Rhodus, Родос, 1 …   Реальный словарь классических древностей

  • Ζίγδης, Ιωάννης — (Λίνδος, Ρόδος 1913 – Αθήνα 1997). Οικονομολόγος και πολιτικός. Σπούδασε οικονομικές και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στην οικονομική σχολή του Λονδίνου (LSE). Νέος ακόμη πήρε μέρος στον αγώνα για την απελευθέρωση της… …   Dictionary of Greek

  • Λίνδοιο — Λίνδος from Lindos fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίνδοιο — λίνδος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λίνδον — Λίνδος from Lindos fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίνδον — λίνδος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λίνδου — Λίνδος from Lindos fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”