- λίμνασμα
λίμνασμα, τό, U. λιμνασμός, ὁ, DER SUMPF, SP.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λίμνασμα, τό, U. λιμνασμός, ὁ, DER SUMPF, SP.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λίμνασμα — το (Μ λίμνασμα [λιμνάζω] νεοελλ. 1. ακινησία, στασιμότητα νερού, τελμάτωση 2. συνεκδ. στάσιμο νερό, τέναγος, τέλμα, έλος («τα λιμνάσματα τής πεδιάδας») 3. μτφ. αδράνεια, απραξία, έλλειψη δραστηριότητας μσν. καθετί που βρίσκεται σε αφθονία, άφθονη … Dictionary of Greek
λιμνασία — λιμνασία, ἡ (Α) [λιμνάζω] η στασιμότητα τού νερού, το λίμνασμα ή το πλημμυρισμένο έδαφος … Dictionary of Greek
χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο … Dictionary of Greek