θέαινα

θέαινα

θέαινα, , die Göttinn; Il. 8, 5 Od. 8, 341; Antiphan. bei Ath. X, 423 c; Callim. Del. 29.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θέαινα — θέαινα, ἡ (Α) επικ. τ. τού θεά («πάντες τε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεά] …   Dictionary of Greek

  • θέαινα — goddess fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεαίνας — θεαίνᾱς , θέαινα goddess fem acc pl θεαίνᾱς , θέαινα goddess fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεαινῶν — θέαινα goddess fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεαίναις — θέαινα goddess fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεαίνης — θέαινα goddess fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεαίνῃ — θέαινα goddess fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέαιναι — θέαινα goddess fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

  • ημιθέαινα — ἡμιθέαινα, ἡ (Α) βλ. ημιθέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + θέαινα, θηλ. του θεός] …   Dictionary of Greek

  • θεά — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 62 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στις ανατολικές απολήξεις του Μακρού Όρους, 41 χλμ. ΒΔ της Αθήνας. Υπάγεται διοικητικά στον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”