θέμειλον

θέμειλον

θέμειλον, τό, dasselbe, erst sp. D., Ep. ad. 401 (App. 2701; κρηπῖδος Paul. Sil. amb. 249; Maced. 31 (IX, 649).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θέμειλον — θέμειλον, το (Α) το θεμέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό αρχαΐζον παράγωγο < θεμελιώ] …   Dictionary of Greek

  • καλλιθέμειλος — καλλιθέμειλος, ον (Μ) καλλιθέμεθλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + θέμειλος (< θέμειλον «θεμέλιο»), πρβλ. ευρυ θέμειλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”