- λέαινα
λέαινα, ἡ, fem. zu λέων, die Löwinn, Her. 3, 108 u. A. Uebertr. bei den Tragg., αὕτη δίπους λέαινα συγκοιμωμένη λύκῳ Aesch. Ag. 1258; – λέαινα ἐπὶ τυροκνήστιδος, σχῆμά τι συνουσίας, VLL. aus Ar. Lys. 231.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λέαινα, ἡ, fem. zu λέων, die Löwinn, Her. 3, 108 u. A. Uebertr. bei den Tragg., αὕτη δίπους λέαινα συγκοιμωμένη λύκῳ Aesch. Ag. 1258; – λέαινα ἐπὶ τυροκνήστιδος, σχῆμά τι συνουσίας, VLL. aus Ar. Lys. 231.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Λέαινα — Λεαίνα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέαινα — lioness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέαινα — Όνομα δύο εταίρων της αρχαιότητας. 1. Αθηναία εταίρα (6ος αι. π.Χ.). Ήταν φίλη του Αρμόδιου, ενός από τους Τυραννοκτόνους. Όταν ο Ίππαρχος δολοφονήθηκε, ο αδελφός του Ιππίας τη βασάνισε για να ομολογήσει ό,τι γνώριζε για τη συνωμοσία και η Α.… … Dictionary of Greek
Λεαίνας — Λεαίνᾱς , Λεαίνα fem acc pl Λεαίνᾱς , Λεαίνα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεαίνας — λεαίνᾱς , λέαινα lioness fem acc pl λεαίνᾱς , λέαινα lioness fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λέαιν' — Λέαινα , Λεαίνα fem nom/voc sg Λέαιναι , Λεαίνα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέαιν' — λέαινα , λέαινα lioness fem nom/voc sg λέαιναι , λέαινα lioness fem nom/voc pl λέαινε , λεαίνω smooth pres imperat act 2nd sg λέαινε , λεαίνω smooth imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Леэна — (Λέαινα = львица) афинская гетера. Ее имя связано с заговором Гармодия и Аристогитона, которых она не выдала, хотя знала о существовании заговора. За это афиняне воздвигли в честь ее статую, изображающую львицу без языка. Позднее в честь ее… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Λεαινῶν — Λεαίνα fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεαινῶν — λέαινα lioness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεαίναις — Λεαίνα fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)