- λέανσις
λέανσις, ἡ, das Glätten, Ebenen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λέανσις, ἡ, das Glätten, Ebenen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λέανσις — λέανσις, εως, ἡ (Α) βλ. λείανση … Dictionary of Greek
ρέανσις — ἡ, Α πιθ. στίλβωση με οίνο, λέανσις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί λέανσις (< λεαίνω / λειαίνω)] … Dictionary of Greek
λείανση — η (Α λείανσις και λέανσις) η ενέργεια τού λειαίνω, γυάλισμα νεοελλ. 1. (γεωμορφ. ωκεαν.) διεργασία μηχανικής διάβρωσης ενός πετρώματος, λόγω τριβής του από νερό που μεταφέρει κλαστικά υλικά 2. (μηχανολ.) μηχανουργική διεργασία με λειαντικό μέσο,… … Dictionary of Greek