θέναρ — palm of the hand neut voc sg θέναρ palm of the hand neut acc sg θέναρ palm of the hand neut nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέναρ — το (Α θέναρ, αρος) ανατ. σαρκώδης προεξοχή τής παλάμης που σχηματίζεται από τους μυς τού αντίχειρα στη βάση του, το κοίλο τής παλάμης, η χούφτα αρχ. 1. το πέλμα τού ποδιού 2. φρ. α) «θέναρ βωμοῖο» το κοίλωμα που βρισκόταν πάνω στην επιφάνεια τού… … Dictionary of Greek
θενάρων — θέναρ palm of the hand neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέναρα — θέναρ palm of the hand neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέναρι — θέναρ palm of the hand neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέναρος — θέναρ palm of the hand neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέναρσι — θέναρ palm of the hand neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέναρσιν — θέναρ palm of the hand neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπισθέναρ — το (Α ὀπισθέναρ, αρος) η σαρκώδης προεξοχή που σχηματίζεται στο ωλένιο χείλος τής παλάμης από τους μυς τού μικρού δακτύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὀπισθο θέναρ (< ὄπισθεν + θέναρ «το κοίλο τής παλάμης, χούφτα»), με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς >… … Dictionary of Greek
ладонь — ж., также ровное место на току, гумно , диал. долонь, укр. долоня, ст. слав. длань παλάμη (Супр.), болг. длан, сербохорв. дла̏н, словен. dlȃn, podlan ж., чеш. dlaň, польск. dɫon, в. луж. dɫon, н. луж. dɫon. Родственно лит. delna, вост. лит.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
VOLA — Graece θέναρ, cavum in manu, seu cava manus planities, nomini tantum, exceptis, quibusda. Namque et hinc cognomina inventa, Planci, Plauti, Scauri, Pansae, Plin. l. 11. c. 45. Hanc stipem porrigentibus praebere mendici soliti. Sueton. Aug. c. 91 … Hofmann J. Lexicon universale