θέμερος

θέμερος

θέμερος, erkl. Hesych. σεμνός; wahrscheinlich von τίϑημι, wie unser "gesetzt", "fest"; ϑεμερώτερα πάντα φύοντι Ep. ad. 190 (App. 234).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θέμερος — θέμερος, έρα, ον (Α) 1. αυτός που έχει στερεές βάσεις, σταθερός 2. (κατά τον Ησύχ.) «βέβαιος, σεμνός, εὐσταθής». [ΕΤΥΜΟΛ. Συγγενές προς τα θεμός*, θέμις*, παρουσιάζει με το τελευταίο την ίδια μορφική αναλογία όπως τα κυδι /κύδος: κυδρός. Κατά μία …   Dictionary of Greek

  • θεμερόν — θεμερός masc/fem acc sg θεμερός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμερώτερα — θέμερος neut nom/voc/acc comp pl θεμερός neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… …   Dictionary of Greek

  • θεμερόφρων — θεμερόφρων, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «συνετός, σώφρων». [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμερος + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων, παρά φρων] …   Dictionary of Greek

  • θεμερώπις — θεμερῶπις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που έχει σεμνή όψη, σεμνό βλέμμα («θεμερῶπις αἰδώς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμερος + ωπις (< ωψ, ωπός «πρόσωπο»), πρβλ. βο ώπις, γλαυκ ώπις] …   Dictionary of Greek

  • dhem-, dhemǝ- —     dhem , dhemǝ     English meaning: to smoke; to blow     Deutsche Übersetzung: ‘stieben, rauchen (Rauch, Dunst, Nebel; nebelgrau, rauchfarben = dũster, dunkel), wehen, blasen (hauchen = riechen)”     Material: O.Ind. dhámati “blows” (dhami… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”