λέγνη

λέγνη

λέγνη, , = Folgdm, Schol. Callim. Dian. 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λέγνη — λέγνη, ἡ (Α) το λέγνον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λέγνον] …   Dictionary of Greek

  • λέγνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέγναι — λέγνη fem nom/voc pl λέγνᾱͅ , λέγνη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέγνα — λέγνᾱ , λέγνη fem nom/voc/acc dual λέγνᾱ , λέγνη fem nom/voc sg (doric aeolic) λέγνον coloured edging neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέγνας — λέγνᾱς , λέγνη fem acc pl λέγνᾱς , λέγνη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέγνον — λέγνον, τὸ (Α) 1. η έγχρωμη παρυφή τού ιματίου που είναι παράλληλη με την ούγια 2. τα άκρα τής μήτρας, τα χείλη της («τὰ λέγνα τῆς ὑστέρης», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το λέγνον και ο παρλλ. τ. λέγνη (Ησύχ.) είναι άγνωστης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί ότι… …   Dictionary of Greek

  • περιλεγνής — ές, Α (κατά τον Ησύχ.) (για ένδυμα) αυτός που έχει πολύχρωμη παρυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λέγνον / λέγνη «έγχρωμη παρυφή ιματίου» (πρβλ. και τη γλώσσα τού Ησύχ. λεγνώδεις ποικίλας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”