- λέγνος
λέγνος, erkl. Hesych. ἄνανδρος, σῖτος ὁ μὴ ἁδρός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λέγνος, erkl. Hesych. ἄνανδρος, σῖτος ὁ μὴ ἁδρός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λέγνος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἄνανδρος, σῑτος ὁ μὴ ἁδρός» … Dictionary of Greek
λιγνός — η, ό (Μ λιγνός, ή, όν) λεπτός, ισχνός, αδύνατος μσν. 1. μακρόστενος 2. (για πλοίο) αυτό που έχει λεπτό σκαρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέγνος] … Dictionary of Greek
φοινικόλεγνος — ον, ΜΑ (ως προσωνυμία τού πτηνού πηνέλοψ*) αυτός που έχει πορφυρές ταινίες στο πτέρωμά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), φοίνικος «το πορφυρό χρώμα» + λεγνος (< λέγνον «παρυφή υφάσματος»)] … Dictionary of Greek