λέσχη

λέσχη

λέσχη, ἡ (λέγω), 1) der Ort, wo man zum Schwatzen u. Plaudern zusammenkam, οἱ τόποι εἰς οὓς συνιόντες διημέρευον, Phryn. in B. A. 21; ein Ort für Müssiggänger und träge Herumtreiber, eine Art Wirthshaus, wo dergleichen Leute auch übernachten konnten, οὐδ' ἐϑέλεις εὕδειν χαλκήϊον ἐς δόμον ἐλϑὼν ἠέ που ἐς λέσχην Od. 18, 328, zum Bettler Odysseus gesagt; vgl. Hes. O. 491 πὰρ δ' ἴϑι χάλκειον ϑῶκον καὶ ἐπαλέα λέσχην, vgl. 499, wonach ordentliche, ehrbare Leute solche Oerter nicht besuchten; vgl. Harpocr.; Inscr. 93; αἱ λέσχαι τῶν γερόντων Her. vit. Hom. 12, 16; ἐν ταῖς λέσχαισι, in Sparta, Cratin. bei Ath. IV, 138 e; vgl. Plut. Lyc. 16. 24. 25, wo es Halle, Rathhaus bedeutet; s. noch Paus. 3, 14, 2. – 2) Versammlung der Richter, des Rathes; Aeseh. Eum. 344; σύγκλητον τήνδε γερόντων προὔϑετο λέσχην, Kreon berief diese Versammlung, Soph. Ant. 160, vgl. πρὸς ἐμὰν λέσχαν ἀβάτων ἀποβὰςφώνει O. C. 164. – 3) Gespräch, Geschwätz, μακραί Eur. Hipp. 384, στρατὸς γὰρ ἀργὸς λέσχας πονηρὰς καὶ κακοστόμους φιλεῖ I. A. 1001; ἀπικέσϑαι ἐς λέσχην, = εἰς λόγους ἐλϑεῖν, Her. 2, 32, γενομένης λέσχης, ὃς γένοιτο αὐτέων ἄριστος 9, 71; Sp., ὁσσάκις ἀμφότεροι ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν, im Gespräch, Callim. 47 (VII, 80); μνᾶμα τοῦ χαρίεντος ἔν τε λέσχᾳ ἔν τ' οἴνῳ Phalaec. 2 (XIII, 6); vgl. p. bei Ath. I, 32 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Λέσχη — couch fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέσχη — couch fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λέσχῃ — Λέσχη couch fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέσχῃ — λέσχη couch fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην …   Dictionary of Greek

  • λέσχη — η 1. χώρος συγκέντρωσης ατόμων που έχουν το ίδιο επάγγελμα ή ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη, το εντευκτήριο: Η ταινία θα προβληθεί στην κινηματογραφική λέσχη. 2. χαρτοπαιχτικό κέντρο: Κάθε βράδυ χάνει χρήματα στη λέσχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιακωβίνων, λέσχη των- — Η σημαντικότερη πολιτική ομάδα που συγκροτήθηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης. Προερχόταν από την Εταιρεία των φίλων του συντάγματος, η οποία είχε δημιουργηθεί στις Βερσαλίες από τη Βρετανική λέσχη (club Breton), και περιλάμβανε στους …   Dictionary of Greek

  • Λέσχαι — Λέσχη couch fem nom/voc pl Λέσχᾱͅ , Λέσχη couch fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέσχαι — λέσχη couch fem nom/voc pl λέσχᾱͅ , λέσχη couch fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЛЕСХА —    • Λέσχη,          (может быть, от λέγειν, беседа). Л. в Спарте были местом собраний членов отдельных общин частью для беседы, частью для исполнения некоторых обязанностей, так, напр., старейшины Л. должны были решать, следовало ли воспитывать… …   Реальный словарь классических древностей

  • Λεσχέων — Λέσχη couch fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”