θέσ-φατος

θέσ-φατος

θέσ-φατος, von Gott gesprochen, verkündet, von göttlichen Schicksalsbestimmungen oder Verhängnissen, ϑέσφατόν ἐστί μοι, c. lnf., es ist mir von Gott bestimmt, Od. 5, 561. 10, 473; ἃς γὰρ ϑέσφατόν ἐστι Il. 8, 477; ϑέσφατον ἦν, es war so bestimmt, verhängt, Pind. P. 4, 71, vgl. I. 7, 31; Ar. Par 1038; τὰ ϑέσφατα, göttliche Aussprüche, Weissagungen, Orakel, ἦ μάλα δή με παλαίφατα ϑέσφαϑ' ἱκάνει πατρὸς ἐμοῦ, ὃς ἔφασκε, mich trifft die Weissagung des Vaters, geht in Erfüllung an mir, Od. 13, 172, vgl. 9, 507. 11, 151 Il. 8, 477; so bes. Tragg., ϑέσφατα Λοξίου Aesch. Spt. 600, ϑεῶν Pers. 787, Ζεὺς ἐπέσκηψεν τελευτὴν ϑεσφάτων 726, Λαΐου παλαιὰ ϑέσφατα Soph. O. R. 907, öfter, auch adj., ἥκει ϑέσφατος βίου τελευτή, das von Gott verheißene Ende des Lebens, O. C. 1470; Eur. u. Ar. Equ. 1229. 1245. – Allgemein, von Gott ausgehend, wie ϑεῖος, göttlich, ἀήρ Od. 7, 143. – Davon


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φατός — (I) ή, όν, Α 1. αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος 2. αυτός για τον οποίο πρέπει ή μπορεί να γίνει λόγος («τὸ μήτε φατὸν μήτε ῥητὸν κάλλος», Πλούτ.) 3. μτφ. περίφημος, ξακουστός. επίρρ... φατῶς Α ρητώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰ τής συνεσταλμένης… …   Dictionary of Greek

  • θεσπέσιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Καππαδοκία. Διακρίθηκε για τη χριστιανική δράση του. Κατέστρεψε ειδωλολατρικούς ναούς και βωμούς και γι’ αυτό φυλακίστηκε και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Αλεξάνδρου Σεβήρου. Η… …   Dictionary of Greek

  • ημίφατος — ἡμίφατος, ον (Α) ειπωμένος κατά το ήμισυ, μισοειπωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φατός (< φημί), πρβλ. θέσ φατος, πολύ φατος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλήφατος — μεγαλήφατος, ον (Α) εγκωμιαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέγας, μεγάλου + συνδετικό φωνήεν η (για μετρικούς λόγους) + φατός (< φημί), πρβλ. θέσ φατος, οδυνή φατος] …   Dictionary of Greek

  • dheu̯es-, dhu̯ē̆s-, dheus-, dhū̆ s- —     dheu̯es , dhu̯ē̆s , dheus , dhū̆ s     English meaning: to dissipate, blow, etc. *scatter, dust, rain, breathe, perish, die     Deutsche Übersetzung: ‘stieben, stäuben, wirbeln (nebeln, regnen, Dunst, Staub; aufs seelische Gebiet angewendet:… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • θέσφατος — η, ο (Α θέσφατος, ον) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά θέσφατα οι θείες εντολές ή προφητείες, οι χρησμοί αρχ. 1. αυτός που έχει εξαγγελθεί, που έχει λεχθεί από τον θεό, μοιραίος 2. ο σταλμένος από τον θεό, ο θείος 3. φρ. «θέσφατόν ἐστι» είναι ορισμένο …   Dictionary of Greek

  • περίσφατος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιθρήνητος καὶ μοχθηρᾱς ἐπιφωνήσεως ἄξιος, ἐπονείδιστος». επίρρ... περισφάτως 1. κατά τρόπο επονείδιστο 2. (κατά τον Ησύχ.) «περιωδύνως, περιβοήτως» 3. φρ. «περισφάτως ἔχω» είμαι λυπημένος, μελαγχολικός (Τραγ. Αδέσπ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”