θέσσασθαι

θέσσασθαι

θέσσασθαι, nur p. u. im aor., auflehen, flehend Schutz suchen, = ἱκετεύειν; ϑέσσαντο Pind. N. 5, 10, Schol. ηὔξαντο; ϑεσσάμενος Hes. frg. 23; ϑεσσάμενοι Ap. Rh. 4, 824, was vom Schol. Par. erkl. wird αἰτήσαντες, ἐξ αἰτήσεως ἀναλαβόντες, vgl. Archil. frg. 55. Vielleicht hängt es mit τίϑημι zusammen oder mit ϑάσσειν, vgl. Buttm. Lexil. II p. 111.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θέσσασθαι — (Α) (ποιητ. απρμφ μέσ. αορ.) προσεύχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θέθ σασ θαι. Πρόκειται για ποιητ. αόριστο ο οποίος αντιστοιχεί στον ενεστ. ποθώ*. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *gwhedh «ζητώ, ποθώ», από την οποία προέρχονται επίσης τα: αρχ. ιρλ. υποτ. gessam και… …   Dictionary of Greek

  • θέσσασθαι — pray for aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσσάμενοι — θέσσασθαι pray for aor part mid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσσάμενος — θέσσασθαι pray for aor part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέσσαντο — θέσσασθαι pray for aor ind mid 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποθώ — έω, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ποθήω, Α 1. επιθυμώ έντονα κάτι που στερήθηκα (α. «ποθούσα να ξαναδώ τη μάνα μου» β. «ποθείς τὸν οὐ παρόντα καὶ μάτην καλεῑς», Αριστοφ.) 2. έχω έντονη ερωτική επιθυμία («καὶ συνοῡσαν αὐτῷ ποθεῑν αὐτόν», λουκ.) 3. επιθυμώ,… …   Dictionary of Greek

  • gʷhedh- —     gʷhedh     English meaning: to beg, wish for     Deutsche Übersetzung: “bitten, begehren”     Material: Av. jaiδyemi, O.Pers. jadiyümiy “I bitte”; Gk. Aor. θέσσασθαι (*gʷhedh s ) “anflehen”, participle θεστός in ἀπόθεστος “verwũnscht,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • жадать — желать, жаждать , укр. жадати, блр. жадаць, ст. слав. жѩдати, жѩдѣти, жѩждѫ, ποθεῖν, διψᾶν, чеш. žadati, слвц. žiadat , польск. żądac, в. луж. žadac, н. луж. žedas. Родственно лит. pasigendù, gedaũ, gèsti ощутить недостаток , gedauju,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Φθία — Αρχαία πόλη των Μυρμηδόνων, πατρίδα του Αχιλλέα. Η ακριβής θέση της συμπίπτει με εκείνη των σημερινών Φαρσάλων. Στη Φ. λατρευόταν η Θέτιδα και ο παιδαγωγός του Αχιλλέα Χείρων. * * * η, ΝΑ, και ιων. και επικ. τ. Φθίη Α (στην περιοχή τής Θεσσαλίας) …   Dictionary of Greek

  • άθεστος — ἄθεστος, ον (Α) αυτός που δεν παίρνει από παρακλήσεις, άκαμπτος, σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θεστός, ρημ. επιθ., που απαντά μόνο «εν συνθέσει» < θέσσασθαι «εύχομαι, ζητώ με προσευχή»] …   Dictionary of Greek

  • πολύθεστος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. πολύ επιθυμητός, πολυαγαπημένος («τέκνον πολύθεστε τοκεῦσι», Καλλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) πολύ τιμημένος, πολύσεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θεστος, ρηματ. επίθ. που απαντά μόνο εν συνθέσει < θέσσασθαι «εύχομαι, ζητώ με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”