λέσχης

λέσχης

λέσχης, , der Schwätzer, Sprecher, Timon bei D. L. 9, 40; Mein. zu Ath. I p. 6 vermuthet λεσχήν, -ῆνος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λέσχης — (μέσα 7ου αι. π.Χ.). Επικός ποιητής από τη Λέσβο. Ήταν γιος του Αισχυλίνου. Έγραψε το έπος Μικρά Ιλιάς, όπου αφηγείται τα γεγονότα του Τρωικού πολέμου, από τη διαμάχη για τα όπλα του Αχιλλέα έως την είσοδο του Δούρειου Ίππου στην Τροία.… …   Dictionary of Greek

  • Λέσχης — Λέσχη couch fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέσχης — λέσχη couch fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισχνολέσχης — ἰσχνολέσχης, ὁ (Μ) λεπτολόγος συζητητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + λέσχης (< λέσχη «τόπος συναθροίσεως»), πρβλ. πλατυ λέσχης, στενο λέσχης] …   Dictionary of Greek

  • κυσολέσχης — κυσολέσχης, ὁ (AM) αισχρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυσός + λέσχης (< λέσχη «συνομιλία, φλυαρία»), πρβλ. μυθο λέσχης, χρησμο λέσχης] …   Dictionary of Greek

  • λογολέσχης — λογολέσχης, ὁ (ΑM) φλύαρος, πολυλογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + λέσχης (< λέσχη «συνομιλία, φλυαρία»), πρβλ. κυσο λέσχης, μυθο λέσχης] …   Dictionary of Greek

  • μεταρσιολέσχης — μεταρσιολέσχης, ὁ (Α) αυτός που αερολογεί σχετικά με τα υψηλά και ουράνια θέματα, ο μετεωρολέσχης* («τοὺς μεταρσιολέσχας ἅπαντας οἶσθα ζητοῡντας, πότερον ἄπειρός ἐστιν ἤ πέρας ἔχων», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετάρσιος «ασταθής, μάταιος» + λεσχης… …   Dictionary of Greek

  • μετεωρολέσχης — μετεωρολέσχης, ὁ (Α) 1. αυτός που φλυαρεί για ουράνια φαινόμενα ή σώματα («καὶ τοὺς ὑπὸ τούτων ἀχρήστους λεγομένους καὶ μετεωρολέσχας τοῑς ὡς ἀληθῶς κυβερνήταις», Πλάτ.) 2. μετεωρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + λέσχης (< λέσχη «συγκέντρωση,… …   Dictionary of Greek

  • μυθολέσχης — μυθολέσχης, ὁ (Α) αυτός που διηγείται μύθους ή αυτός που επινοεί μύθους, ο μυθολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + λέσχης (< λέσχη «κουβέντα, ομιλία»), πρβλ. λογο λέσχης, μετεωρο λέσχης] …   Dictionary of Greek

  • Ιακωβίνων, λέσχη των- — Η σημαντικότερη πολιτική ομάδα που συγκροτήθηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης. Προερχόταν από την Εταιρεία των φίλων του συντάγματος, η οποία είχε δημιουργηθεί στις Βερσαλίες από τη Βρετανική λέσχη (club Breton), και περιλάμβανε στους …   Dictionary of Greek

  • λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”