- θάμβημα
θάμβημα, τό, Schreckniß, Maneth. 4, 559.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θάμβημα, τό, Schreckniß, Maneth. 4, 559.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θάμβημα — θάμβημα, το (Α) [θαμβώ] αυτό που προκαλεί θάμβος, κατάπληξη ή τρόμο … Dictionary of Greek
θάμβημα — alarm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμβήματος — θάμβημα alarm neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)