θάμβησις, ἡ, das Staunen, Erschrecken, Maneth. 4, 365.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θάμβησις — θάμβησις, ή (Α) [θαμβώ]·1. ό,τι προκαλεί θάμβος ή κατάπληξη 2. έκπληξη 3. φόβος … Dictionary of Greek
θάμβησιν — θάμβησις haste fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)