θάμνος

θάμνος

θάμνος, , aber auch ϑάμνοι βαϑεῖαι, D. Sic. 2, 49 (mit ϑαμινός zusammenhangend), dichtes Buschwerk, Gesträuch, Gebüsch; auch der einzelne Busch, Strauch, von Arist. plant. 1, 4 zwischen δένδρα u. βοτάνη gestellt, was die Zweige aus der Wurzel treibt; Il. 22, 191 Od. 6, 127, wo den ϑάμνοι nachher πυκινὴ ὕλη entspricht; auch von einem einzelnen Baume, ἐλαίης, 23, 190; Gebüsch, Aesch. Ag. 1289; ὃ καὶ σὺ ϑάμνοις οἶσϑά που κεκρυμμένον Soph. El. 55; ϑάμνων ἐλλοχίζομεν φόβαις Eur. Bacch. 721; auch in Prosa, Plat. Rep. IV, 432 b; Arist.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θάμνος — bush masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάμνος — Ξυλώδες φυτό, του οποίου οι διακλαδώσεις ξεκινούν από τη βάση του κύριου άξονα. Ο κεντρικός κορμός του δεν είναι σαφώς διαμορφωμένος και το ύψος του, μικρότερο από αυτό των δέντρων, κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 1 και 4 μ. Υπάρχουν θ. με πυκνές… …   Dictionary of Greek

  • θάμνος — ο φυτό που δεν έχει κεντρικό κορμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόκα — Θάμνος της οικογένειας των ερυθροξυλίδων, το ύψος του οποίου φτάνει τα 3 μ. Η επιστημονική ονομασία του είναι ερυθρόξυλο η κ. (Erythroxylon coca). Τα φύλλα του είναι πλατιά, ελλειπτικά ή ωοειδή, ενώ τα άνθη του –τα οποία φύονται στις μασχάλες των …   Dictionary of Greek

  • γαϊδουράγκαθο — Θάμνος που ανήκει στην οικογένεια των ακανθιδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι ονόπορδο το ακάνθιο. Γαϊδουράγκαθο, θάμνος που ανήκει στην οικογένεια των ακανθιδών. * * * το βοτ. άγριο φυτό της τάξης των Συνθέτων* ή των Σκιαδοφόρων* …   Dictionary of Greek

  • αλιμιά — Θάμνος της ελληνικής χλωρίδας, του γένους ατρίπληξ, της οικογένειας των χηνοποδιιδών. Αναπτύσσεται εύκολα και γρήγορα, φτάνει σε ύψος τα 2μ., έχει ωραίο αργυρόχρωμο φύλλωμα και αντέχει στην ξηρασία και την αρμύρα. Χάρη σε αυτά τα προσόντα της, η… …   Dictionary of Greek

  • γενίστα — Θάμνος, της οικογένειας των ψυχανθών, κρεμοκλαδής, άφυλλος (τα μικρά φύλλα του εμφανίζονται μόνο την άνοιξη), ύψους 2 3 μ. Είναι γνωστός και ως εχίνοπας. Τα λεπτά κλαδιά του γεμίζουν κατά τον χειμώνα με πολλά λευκά αρωματικά άνθη. Ο καρπός του… …   Dictionary of Greek

  • γερόκλαδο — Θάμνος που ανήκει στην οικογένεια των θυμελαιιδών. Έχει ύψος έως 1 μ. με πολλά κλαδιά και φύλλα στρογγυλά και άσπρα. Τα άνθη του είναι κίτρινα και παρουσιάζονται στην κορυφή των διακλαδώσεων. Είναι γνωστός με την επιστημονική ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • κουφοξυλιά ή αφροξυλιά — Θάμνος ή δενδρύλλιο της οικογένειας των καπριφολιιδών (δικοτυλήδονα), κοινός στη βορειοηπειρωτική Ελλάδα και στα Επτάνησα, μέσα σε δροσερούς δασότοπους, σε φράχτες, σε ρυάκια κλπ. Η επιστημονική ονομασία του είναι Sambucus nigra. Είναι φυλλοβόλο… …   Dictionary of Greek

  • θάμνοι — θάμνος bush masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάμνοιο — θάμνος bush masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”